- πηλοφόρι
- το стр. лоток (для подачи раствора);
δουλεύει πηλοφόρι — он работает на подноске раствора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δουλεύει πηλοφόρι — он работает на подноске раствора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πηλοφόρι — το, Ν [πηλοφόρος] 1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες 2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» είναι βοηθός κτίστη … Dictionary of Greek
πηλοφόρι — το ιού, ξύλινο φορείο με το οποίο οι εργάτες κουβαλούν στους χτίστες τη λάσπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
πηλοφόρος — ο / πηλοφόρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη μσν. αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει πηλό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός». [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φόρος*] … Dictionary of Greek